ποῦ

ποῦ
ποῦ, [dialect] Ion. [full] κοῦ, interrog. Adv.
A where? Hom., etc.; freq. c. dat. pers.,

ποῦ δέ οἱ ἔντεα κεῖται . .; Il.10.407

;

π. τοι τόξον; 5.171

;

π. τοι Δηΐφοβος . . , π. δέ τοι Ὀθρυονεύς; 13.770

, 772;

ἀλλ' ἡμὶν Αἴας ποὖστιν; S. Aj.733

;

π. μοί ποτε ναίει; Id.OC137

(lyr.); rarely with Verbs of motion in early authors, v. που sub fin.:—c. gen. loci, π. χθονός; where in the world? A.Pers.231;

π. γῆς; S.Aj.984

, OT108, etc.;

π. τῆς χώρας; X.Eq.Mag.7.14

; τὴν σοφίαν . . π. χοροῦ τάξομεν; in what part of the chorus? Pl.Euthd.279c.
2 so in a sense not strictly local,

π. ποτ' εἶ φρενῶν; S.El.390

;

π. γνώμης ποτ' εἶ; Id.Ant.42

;

π. ποτ' εἰμὶ πράγματος; Id.Tr.375

; π. σοι τύχης ἕστηκεν; at what point of fortune stands he?
Id.Aj.102.
II of manner, how? E.IA406, Or.802; to express an inference very strongly, κοῦ γε δὴ . . οὐκ ἂν χωσθείη κόλπος . .; how then would it not . . ? i.e. it certainly would . . , Hdt.2.11, cf. Th.8.27 codd.; in Trag., in indignant questions, how? by what right?

π. σὺ στρατηγεῖς τοῦδε; S.Aj.1100

;

ποῦ σὺ μάντις εἶ σαφής; Id.OT390

, cf. Ph.451, E.Heracl.369 (lyr.), 510;

π. γάρ ἐστι δίκαιον; D.37.41

, cf. 23.58.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πού — ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις) 1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.) 2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ποῦ — πού enclitic indeclform (adverb) ποῦ where? indeclform (interrog) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πού — που , πού enclitic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • που — πού enclitic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • που — (I) και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.) 1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.) 2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.) 3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα… …   Dictionary of Greek

  • που — 1. αναφορ. αντων., άκλ. για κάθε γένος, πτώση και αριθμό, ο οποίος, η οποία, το οποίο. 2. αναφορ. τοπ. επίρρ.: Το κλειδί θα το βρεις εκεί που το αφήναμε πάντα. 3. σύνδ. αιτιολ.: Χάρηκα που σε είδα. 4. σύνδ. χρον.: Είναι τόσα χρόνια που περιμένω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πού; — επίρρ. 1. ερωτ. τόπου: Πού το έβαλες το βιβλίο; 2. ερωτ. τροπ.: Πού το έμαθες εσύ; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Που Γι, Αϊσίν Τζορό — (Πεκίνο 1906 – 1982). Ο τελευταίος Κινέζος αυτοκράτορας. Ανέβηκε στον θρόνο της Κίνας σε ηλικία 2 ετών με το όνομα Χσυάν – τ’ ουνγκ, αλλά 3 χρόνια αργότερα μετά το επαναστατικό κίνημα του οποίου αρχηγός ήταν ο Σουν Γιατ Σεν, υπογράφτηκε, στο… …   Dictionary of Greek

  • που(τ)τί — το, Ν το γυναικείο αιδοίο …   Dictionary of Greek

  • ούτι που — οὔτι που ή οὔ τί που (Α) υποθέτω όχι, όχι βέβαια («οὔτι που οὖτος Ἀπόλλων», Πινδ.) …   Dictionary of Greek

  • η που — ἤ που (Α) ή ίσως, παρά ίσως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”